Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Βυζαντινη Αυτοκρατορια

Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναφέρεται η αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη η οποία ήταν κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453 [1]. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές, αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου.

Οι πρώτοι αιώνες-βασιλεία (753 π.Χ.-509 π.Χ.)

Χρονολογία ίδρυσης της πόλης της Ρώμης, από την παράδοση, είναι το έτος 753 π.Χ.. Ιδρυτής της θεωρείται ο Ρωμύλος, ένα ημιμυθικό πρόσωπο, που οριοθέτησε τα τείχη της Ρώμης και σκότωσε τον αδελφό του, Ρέμο, όταν αυτός άρχισε να χαλά το έργο του Ρωμύλου.

Η περίοδος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας

Με την εκδίωξη του τελευταίου βασιλιά, οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την αγροτική αριστοκρατία και ήταν οι κεφαλές των εκατό κυριότερων οικογενειών της Ρώμης, οργάνωσαν το νέο πολίτευμα. Στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκαν δύο άρχοντες με ετήσια θητεία, οι ύπατοι, οι οποίοι κυβερνούσαν το κράτος και το στρατό. Σταδιακά θεσπίστηκαν και άλλα ανώτερα αξιώματα, όπως οι δύο κυαίστορες που ήταν υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά. Όλοι οι αξιωματούχοι ορίζονταν από τη Σύγκλητο, μέλη της οποίας μπορούσαν να γίνουν μόνον πατρίκιοι. Αυτό, βέβαια, δυσαρέστησε πολύ την άλλη κοινωνική ομάδα της Ρώμης, τους πληβείους, δηλαδή τους βιοτέχνες, τους μικροκαλλιεργητές και όλους αυτούς που δεν ανήκαν σε κανένα γένος. Αυτοί, περίπου το 490 π.Χ., συγκεντρώθηκαν σε έναν μικρό λόφο έξω από τη Ρώμη και απείλησαν να ιδρύσουν μία καινούρια, δική τους πόλη, αν οι πατρίκιοι συνέχιζαν να τους αγνοούν και να τους καταπιέζουν.
Οι πατρίκιοι υποχώρησαν, καθώς τους χρειάζονταν για στρατιώτες, και έτσι θεσπίστηκε το αξίωμα του τριβούνου (δημάρχου), του οποίου μοναδικό καθήκον ήταν η προστασία των πληβείων από τις πιέσεις των αρχόντων. Σταδιακά, οι πληβείοι κατέκτησαν και άλλα δικαιώματα. Το 450 π.Χ. πέτυχαν να καταγραφεί το δίκαιο, που ως τότε παρέμενε άγραφο και η ερμηνεία του ήταν στα χέρια των πατρικίων, ενώ το 287 π.Χ. πέτυχαν την ψήφιση ενός νόμου που όριζε ότι η συνέλευση των πληβείων μαζί με τους τριβούνους θα μπορούσε να ψηφίσει νόμους που θα ήταν δεσμευτικοί για όλους τους Ρωμαίους.
Το Ρωμαϊκό κράτος αυτήν την περίοδο αρχίζει να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές, και συγκροτεί μία συμμαχία των πόλεων του Λατίου. Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούονται με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας, και τους Σαμνίτες της νότιας. Μέχρι το 280 π.Χ. που εισβάλλει ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, μετά από την έκκληση για βοήθεια των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, η Ρώμη έχει κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν μετά από αγώνα να αναγκάσουν τον Πύρρο να γυρίσει στην Ελλάδα και κατέλαβαν το 272 π.Χ. την ελληνική πόλη του Τάραντα.
Μετά από λίγα χρόνια, ξεσπά ο Α' Καρχηδονιακός Πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Στο τέλος αυτού του πολέμου, οι κουρασμένοι αντίπαλοι, Ρώμη και Καρχηδόνα, κάνουν ειρήνη. Οι Ρωμαίοι κερδίζουν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική και στρέφουν την προσοχή τους στη βόρεια Ιταλία, όπου μέχρι το 220 π.Χ. καταλαμβάνουν την κοιλάδα του Πάδου. Οι Καρχηδόνιοι στρέφονται στην Ισπανία και σύντομα καταλαμβάνουν όλα τα εδάφη μέχρι τον ποταμό Έβρο. Όλα έδειχναν ότι οι δύο δυνάμεις είχαν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς.
Εκείνη την εποχή, αναλαμβάνει τη διοίκηση των καρχηδονιακών δυνάμεων ο Αννίβας, που σύντομα θα έδειχνε τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Περνά τις Άλπεις (218 π.Χ.), μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία, και σε δύο φονικές μάχες, στη λίμνη Τρανσιμένη και τις Κάννες (216 π.Χ.) καταφέρνει να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι, όμως, συνήλθαν γρήγορα και κατάφεραν να αντισταθούν και να μεταφέρουν οι ίδιοι τον πόλεμο στην Αφρική. Το 202 π.Χ., ο Αννίβας ηττάται στη Ζάμα από τον Κορνήλιο Σκιπίωνα.
Η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην Αφρική και να πληρώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση. Μόλις τελείωσε ο Β' Καρχηδονιακός Πόλεμος, οι Ρωμαίοι εμπλέκονται σε πόλεμο στην ελληνική ανατολή. Το 197 π.Χ., νίκησαν το Φίλιππο Ε', βασιλιά της Μακεδονίας, στις Κυνός Κεφαλές. Μετά από τέσσερις νικηφόρους Μακεδονικούς πολέμους υποτάσσουν το βασίλειο της Μακεδονίας και το 148 π.Χ. συγκροτούν εκεί την πρώτη τους επαρχία πέρα από την Αδριατική. Το 146 π.Χ., νικούν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην μάχη της Λευκόπετρας και κάθε αντίσταση στον ελληνικό νότο εξουδετερώνεται, ενώ μία εξέγερση της Καρχηδόνας, τον ίδιο χρόνο, συντρίφτηκε. Το 189 π.Χ. νικούν το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ' στην Μικρά Ασία. Το 133 π.Χ., ο βασιλιάς της Περγάμου, ο Άτταλος Γ', κληροδοτεί το βασίλειό του στη Ρώμη.

Ο Διοκλητιανός και η έναρξη του dominatum (Δεσποτεία)

Η γεωγραφική διαίρεση από προσωρινή επί αυτοκράτορα Γαλληινού γίνεται μόνιμη επί Διοκλητιανού. Τότε, αρχίζει η αποκατάσταση της αυτοκρατορίας (restituo). Η κρίση φαινόταν να υπερνικάται και με μακρόπνοο σχεδιασμό εφαρμόστηκε ένα συγκεντρωτικό σύστημα απολυταρχικής εξουσίας. Η τέχνη προχώρησε και κατασκευάστηκαν δαπανηρά παλάτια με ιδιαίτερη λαμπρότητα και αρχιτεκτονική πρωτοτυπία για τους αυτοκράτορες. Το κόστος μεγάλωσε με την απόφαση του Διοκλητιανού να αυξηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και κυρίως ο στρατός και καλύφθηκε με φορολόγηση σε είδος και συστηματοποίηση της φορολογίας από προηγούμενους αυτοκράτορες. Ο Διοκλητιανός δεν αντιμετώπισε τον καλπάζοντα πληθωρισμό και έκανε μία αποτυχημένη προσπάθεια να ελέγξει την άνοδο των τιμών με διατάγματα τιμών.
Τα αίτια της κρίσης του αστικού τρόπου ζωής κατά τον, επηρεασμένο από τα γεγονότα της Οκτωβριανής επανάστασης στην πατρίδα του και τις συνέπειες στον ίδιο, Ροστόβτζεφ, πρέπει να αναζητηθούν στη συμμαχία αγροτικού πληθυσμού και στρατού, που, κατά το Ρώσο ιστορικό, δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. εναντίον της εύπορης τάξης των πόλεων. Είναι φανερές οι αναλογίες ανάμεσα στη δράση του Κόκκινου Στρατού εναντίον των γαιοκτημόνων και την εναντίωση του ρωμαϊκού στρατού στους εύπορους κατοίκους των πόλεων. Η θεωρία αυτή, όμως, δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη, αφού, όπως, δείχνουν οι πηγές, ο στρατός καταπίεζε όλους το ίδιο.
Αντιθέτως, σημαντική οικονομική εξέλιξη ήταν η μεταφορά των οικονομικών πόρων από τις περιοχές της Μεσογείου σε αυτές των βορείων συνόρων, όπου διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, οι πόλεις των παραμεθόριων περιοχών γίνονται σημαντικές πόλεις και μόνιμες έδρες αυτοκρατόρων τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Τα βαρβαρικά φύλα και έθνη - Κρίση και παρακμή

Η πρώτη επαφή με ένα γερμανικό λαό έγινε από τον Μάριο το 107 π.Χ., περίπου, όταν και νίκησε τους Τεύτονες και τους Κίμβρους στη νότιο Γαλλία. Το 58 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρ κατεδίωξε τους Σουηβούς, που κατείχαν ένα μέρος της Γαλατίας πέρα από το Ρήνο.
Αργότερα, ο αυτοκράτορας Αύγουστος (30 π.Χ.-14 μ.Χ.) προσπάθησε να επεκτείνει τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γερμανία, σχέδιο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει, καθώς οι λεγεώνες του εκεί έπεσαν σε ενέδρα γερμανικών φυλών το 9 μ.Χ. στον Τευτοβούργιο Δρυμό και κυριολεκτικά διαλύθηκαν. Αυτό ανάγκασε τους Ρωμαίους να φτιάξουν μία σταθερή συνοριακή γραμμή από οχυρά κατά μήκος του Ρήνου και να μην επιχειρήσουν ποτέ να ξαναεπιτεθούν στην κυρίως Γερμανία. Παρόμοιες συνοριακές γραμμές δημιουργήθηκαν στο Δούναβη και στον Ευφράτη.
Οι περισσότεροι από τους γειτονικούς λαούς της αυτοκρατορίας ήταν γερμανικοί και οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν "βαρβάρους", λέξη που είχαν πρωτο-χρησιμοποιήσει οι Έλληνες, που αποκαλούσαν έτσι όλους τους μη-Έλληνες, από τους ακατανόητους, για Ρωμαίους, ήχους των γλωσσών τους που έμοιαζαν με "βαρ-βαρ".
Οι βάρβαροι είχαν συγκροτήσει τις δικές τους κοινωνίες και ήταν πολύ καλοί τεχνίτες, αλλά οι Ρωμαίοι, επειδή ο τρόπος ζωής τους διέφερε ριζικά από εκείνο των βαρβάρων, τους θεωρούσαν αγρίους και απολίτιστους. Σε καιρούς ειρήνης, υπήρχε επαφή και εμπόριο ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους γειτονικούς τους λαούς. Όμως η αυτοκρατορία αποδυναμώνεται και μαζί της αποδυναμώνονται και τα σύνορά της. Οι Γότθοι έκαναν επιδρομές ως το Αιγαίο μέχρι το 269 μ.Χ. που ηττήθηκαν σε μάχη κοντά στη Ναϊσσό. Οι Φράγκοι έφτασαν μέχρι τις ακτές της Ισπανίας, ενώ στην Ανατολή οι Πέρσες αρχίζουν να προελαύνουν και το 260 μ.Χ. αιχμαλωτίζουν τον αυτοκράτορα Βαλεριανό, μετά από μία καταστροφική ήττα των Ρωμαίων. Μεταξύ 268 μ.Χ. και 270 μ.Χ. η σύμμαχος της Ρώμης στην ανατολή και βασίλισσα της Παλμύρας, Ζηνοβία, θα φτιάξει ένα εφήμερο κράτος με αρκετές ρωμαϊκές επαρχίες, μέχρι να σταλεί στρατός να την αντιμετωπίσει.
Αυτήν την εποχή, οι αυτοκράτορες είναι στρατιωτικοί που ανεβαίνουν στην εξουσία με τη δύναμη του στρατού που διοικεί ο καθένας, ενώ η Σύγκλητος βλέπει τη δύναμή της να περιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες, τώρα, κατάγονται από τις επαρχίες και δεν έχουν ουσιαστικούς δεσμούς με τη Ρώμη, και από αυτούς πάρα πολλοί ήταν από την Ιλλυρία: γι’ αυτό, αυτή η περίοδος (235 μ.Χ. - 284 μ.Χ.) ονομάζεται περίοδος των Ιλλυριών αυτοκρατόρων.
Το 284 ανέρχεται στο θρόνο ένας στρατιωτικός από την Ιλλυρία, ο Διοκλητιανός, και αντιλαμβάνεται ότι η αυτοκρατορία είναι πολύ μεγάλη για να διοικείται από έναν άνθρωπο. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα εγκαινιάζει το σύστημα των τετραρχιών. Η αυτοκρατορία χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα:
Ακόμη, χωρίζει τις παλαιές επαρχίες σε πολλές μικρότερες για να διοικούνται καλύτερα. Έτσι τα προβλήματα σε κάθε περιοχή λύνονταν ευκολότερα και γρηγορότερα, ενώ υπήρχε πάντα στρατός εκεί κοντά για να αντιμετωπίσει τυχόν εισβολείς. Το σύστημα λειτούργησε όσο ο Διοκλητιανός βρισκόταν στην εξουσία, ως ένας από τους Αυγούστους. Μόλις αποσύρθηκε, ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των διαφόρων τετραρχών, μέχρι η αυτοκρατορία να ενωθεί ξανά υπό έναν αυτοκράτορα, τον Μέγα Κωνσταντίνο το 324. Οι βάρβαροι, όμως, δεν είχαν εξουδετερωθεί και τους επόμενους δύο αιώνες θα συνέχιζαν να επιτίθενται με σφοδρότητα. Το 378, ο αυτοκράτορας Ουάλης σκοτώνεται στη μάχη της Αδριανούπολης μεταξύ Ρωμαίων και Βησιγότθων. Το 395, αρχηγός των Βησιγότθων γίνεται ένας πρώην αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, ο Αλάριχος, που τελικά το 410 θα τους οδηγήσει στη Ρώμη, την οποία κατέλαβαν και στη συνέχεια λεηλάτησαν για έξι ημέρες, προτού κατευθυνθούν στη νότια Γαλλία και την Ισπανία.
Το 410 είναι η χρονιά που οι ρωμαϊκές λεγεώνες αποχωρούν από τη Βρετανία και την αφήνουν στο έλεος των Σαξόνων, των Άγγλων και των Ιούτων από τα ανατολικά, και των Ιρλανδών Κελτών από τα δυτικά.
Αυτή την εποχή, ένας νέος λαός κάνει την εμφάνισή του, οι Ούννοι. Οι Ούννοι είναι τουρκικός λαός, συγγενής με τους Μογγόλους, και κατάφεραν να διασχίσουν τις στέπες και να νικήσουν Κινέζους, Πέρσες και πολλούς βαρβαρικούς λαούς. Δημιούργησαν ένα τεράστιο κράτος από το Ρήνο μέχρι τις στέπες της Ρωσίας και υπέταξαν πολλούς λαούς.
Ο σημαντικότερος αρχηγός τους ήταν ο Αττίλας. Με τον Αττίλα, οι Ούννοι φτάνουν στο απόγειο της δύναμής τους. Η ανατολική και η δυτική αυτοκρατορία του πληρώνουν τεράστια ποσά για την ασφάλειά τους και όλοι οι γύρω λαοί τον τρέμουν. Το 451, ο Αττίλας εισβάλει στη Γαλατία, όπου ένας συνασπισμός Ρωμαίων και Βησιγότθων και άλλων Γερμανών, υπό το στρατηγό Αέτιο, καταφέρνει να τον αναχαιτίσει στα Καταλαυνικά πεδία. Όμως, τον επόμενο χρόνο, ο Αττίλας εισβάλλει στην Ιταλία και, χωρίς κανείς να μπορεί να τον σταματήσει, κατευθύνεται προς τη Ρώμη. Όλα έδειχναν ότι η αιώνια πόλη θα καταστρεφόταν αλλά μετά από μία συνάντηση με τον πάπα και ίσως επειδή τα στρατεύματά του είχαν προσβληθεί από επιδημίες, ή και γιατί δεν ήθελε να αποκλειστεί στην Ιταλία, ο Αττίλας αποφασίζει να επιστρέψει στο στρατόπεδό του στην Ουγγαρία χωρίς να φτάσει στη Ρώμη. Το 453 μ.Χ. πεθαίνει και η αυτοκρατορία των Ούννων διαλύεται. Το 455 μ.Χ. οι Βάνδαλοι με αρχηγό το Γιζέριχο καταλαμβάνουν και, με τη σειρά τους, λεηλατούν τη Ρώμη.

[Επεξεργασία] Η επικράτηση του Χριστιανισμού

Ο Χριστιανισμός από τη στιγμή της γέννησης του άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα και η ενοποίηση της λεκάνης της Μεσογείου από τη Ρώμη βοήθησε πάρα πολύ γι' αυτό. Οι αυτοκράτορες, όμως, μαθαίνοντας τις ιδέες που πρέσβευε για ισότητα όλων των ανθρώπων, για το δικαίωμα των δούλων στην ελευθερία και για την μη αποδοχή της θεϊκής υπόστασης του αυτοκράτορα ξεκίνησαν διωγμούς εναντίον τους. Διωγμοί κατά των χριστιανών έλαβαν χώρα επί Νέρωνα για πρώτη φορά, και επί Διοκλητιανού για τελευταία. Το 313, ο Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με το Λικίνιο εξέδωσαν το διάταγμα των Μεδιολάνων, που εγκαθιστούσε καθεστώς ανεξιθρησκίας σε όλη την αυτοκρατορία και άνοιγε το δρόμο στην εξάπλωση του χριστιανισμού.

Οριστική διαίρεση (395 μ.Χ.) και κατάλυση της αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.)

Η διοικητική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περί το 395 μ.Χ. Δεν απεικονίζονται οι τέσσερις υπαρχίες του πραιτωρίου.
Το 395 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος πέθανε και όρισε στη διαθήκη του τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε δύο τμήματα, ανατολικό και δυτικό.
Το δυτικό κομμάτι της (οι περιοχές από τη Βρετανία και την Ισπανία μέχρι το Ρήνο, την Ιλλυρία, την Μεγάλη Σύρτη και το Μαγκρέμπ) θα διοικούνταν από τον μεγαλύτερο γιο του, τον Ονώριο, ενώ το ανατολικό κομμάτι της, δηλαδή οι περιοχές από την Ιλλυρία και το Δούναβη ως την Αρμενία τη Συρία και την Αίγυπτο) από τον μικρότερο γιο του, Αρκάδιο. Αυτός ήταν και ο τελευταίος διαχωρισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το δυτικό μέρος, που έχανε ταχύτατα την μία μετά την άλλη τις επαρχίες του (Φράγκοι στη βόρειο Γαλλία, Βησιγότθοι στη νότιο Γαλλία και στην Ισπανία, Οστρογότθοι στην Ιλλυρία, Βάνδαλοι στην Αφρική, Άγγλοι, Σάξονες και Ιούτοι στη Βρετανία), καταλύθηκε τελικά το 476 μ.Χ. από τον Οδόακρο, αρχηγό των βαρβάρων μισθοφόρων των Ρωμαίων, ενώ το ανατολικό μέρος έζησε για χίλια χρόνια ακόμη ως η γνωστή Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που η έδρα του από τη Ρώμη είχε μεταφερθεί στην πόλη Ραβένα της Ιταλίας, Ρωμύλος, με το υποτιμητικό παρωνύμιο αυγουστύλος από το αύγουστος, δεν πέθανε μαζί με την αυτοκρατορία του. Ο Οδόακρος του έδωσε μία βίλα στην Καμπανία και ένα ετήσιο εισόδημα μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 488 μ.Χ. ο αρχηγός των Οστρογότθων, Θευδέριχος, νίκησε τον Οδόακρο και κατάκτησε την Ιταλία.

Μετά το 476 μ.Χ.

Παρόλο που το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταλύθηκε το 476 και ο χαρακτήρας του ανατολικού τμήματος μεταβλήθηκε ουσιαστικά κατά το πέρασμα των αιώνων, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία συνέχισε να επηρεάζει για αιώνες την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Το ρωμαϊκό δίκαιο συνέχισε να χρησιμοποιείται από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες αλλά και από τους Γερμανούς ηγεμόνες της Δύσης. Η λατινική γλώσσα θεωρούνταν για αιώνες η γλώσσα των μορφωμένων ανθρώπων, ενώ η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και οδοποιία θαυμάζονται μέχρι σήμερα.

Πρωτοβυζαντινή περίοδος

Οι πρώτοι αιώνες της βυζαντινής ιστορίας, η λεγόμενη "πρωτοβυζαντινή περίοδος" (4ος-6ος αι.), θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ως συνέχεια της ρωμαϊκής ήταν φυσικό να κληρονομήσει τον γεωγραφικό χώρο όπου έδρασε εκείνη. Στην πραγματικότητα, η προσπάθεια για την αποκατάσταση του "ρωμαϊκού κράτους" στα παλαιά του σύνορα, παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.
Από τα τέλη του 3ου αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις μεγάλες γεωγραφικές και διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν Υπαρχίες:
1. Υπαρχία Ανατολής, που περιλάμβανε νοτιοανατολικές περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, τη Θράκη, ολόκληρη την Τουρκία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Ιορδανία, τη βόρεια Αίγυπτο και το τμήμα της Λιβύης που βρίσκεται απένταντι από την Ελλάδα.
2. Υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη σημερινή Π.Γ.Δ.Μ., τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, σχεδόν όλη την Ελλάδα και το δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας.
3. Υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής, που περιλάμβανε δυτικά τμήματα της σημερινής Βοσνίας, Κροατίας και Ουγγαρίας, τη Σλοβενία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία και τις βόρειες περιοχές της Αλγερίας, της Τυνησίας και του μεγαλύτερου μέρους της Λιβύης.
4. Υπαρχία Γαλατίας, που περιλάμβανε το νότιο μισό του σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γαλλία και το Βέλγιο, την Ιβηρική Χερσόνησο και τμήμα του Μαρόκου που βρίσκεται νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου της Βυζαντινής ιστορίας σημαντικά γεγονότα συνέβησαν που επηρέασαν τη γεωγραφία του Βυζαντίου:
  • Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
  • Ο χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό από τον Θεοδόσιο.
  • Η διάλυση του Δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
  • Η ταύτιση της αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της.
Η διαίρεση της αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α' το 395 ήταν οριστική, με την έννοια ότι, στο έξης, το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες "Ανατολής" και "Ιλλυρικού" και δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό κράτος που περιλάμβανε τις υπαρχίες "Ιταλίας-Αφρικής" και "Γαλατίας" και δόθηκε στον 11χρονο γιο του Ονώριο, δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας, και το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, την ίδια στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.

Μεσοβυζαντινή περίοδος

Στη λεγόμενη "Μεσοβυζαντινή περίοδο", κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Υστεροβυζαντινή περίοδος

Οι σπουδαίες εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Σε ελάχιστο διάστημα μετά το 1071, έτος της μεγάλης ήττας του βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας και τη Βάρη (Μπάρι) από τους Νορμανδούς, γεγονό που σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ήττα του Ματζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε[6][7], ήταν η "θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"[8]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν για πάντα.
Μέσα στα νέα, πιο περιορισμένα, όριά της, η αυτοκρατορία δέχθηκε τα χτυπήματα των Σταυροφοριών με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την Δ' Σταυροφορία, από τους Λατίνους το 1204.
Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφείλεται κυρίως στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίζεται η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρούνται ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο έχει χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίζεται στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά.

Πολιτική θεωρία

[Επεξεργασία] Η αυτοκρατορική ιδέα

Ο Βυζαντινός Στρατός αποτελούσε τη φυσική συνέχεια των Λεγεώνων της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και διατηρούσε το ίδιο επίπεδο πειθαρχίας, δυναμισμού και οργάνωσης. Μάλιστα, για ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του, ο Βυζαντινός στρατός συνιστούσε την πιο ισχυρή και αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη ολόκληρης της Ευρώπης.

Ξένοι και Μισθοφόροι Στρατιώτες

Νόμισμα του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, ιδρυτή της Βαράγγιας Φρουράς.
Κατά τα 1.123 χρόνια της ύπαρξής του, από τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαΐου του 330. Μέχρι την άλωση της Πόλης στις 29 Μαΐου του 1453, ο Βυζαντινός στρατός χρησιμοποίησε στρατεύματα προερχόμενα από πολλές διαφορετικές εθνικές ομάδες. Αυτά τα στρατεύματα συμπλήρωναν και υποστήριζαν τον τακτικό Βυζαντινό στρατό. Κάποιες φορές αποτέλεσαν ακόμη και τον κορμό του στρατού αυτού. Μα για το μεγαλύτερο μέρος της μακράς του ιστορίας, αυτοί οι ξένοι μισθοφόροι αντανακλούσαν τον πλούτο και την αίγλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού ο αυτοκράτορας που ήταν σε θέση να συγκεντρώνει στην υπηρεσία του στρατιές από τις τέσσερις γωνιές του γνωστού τότε κόσμου ήταν πραγματικά τρομερός.
Οι ξένοι στρατιώτες κατά την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν γνωστοί ως φοεντεράτι δηλαδή «σύμμαχοι» και συνέχισαν να αποκαλούνται έτσι μέχρι και τον 9ο αιώνα περίπου, αν και ο τίτλος τους είχε Ελληνοποιηθεί σε «Φοιδεράτοι». Έκτοτε, οι ξένοι μισθοφόροι έγιναν γνωστοί ως «Εταιρείαι» και συνήθως υπηρετούσαν στην αυτοκρατορική φρουρά. Η δύναμη αυτή διαιρούνταν στην «Μεγάλη Εταιρεία», τη «Μέση Εταιρεία» και τη «Μικρά Εταιρεία», που διοικούνταν από τους αντίστοιχους Εταιρειάρχες. Πιθανότατα, ο διαχωρισμός αυτός γίνονταν με θρησκευτικά κριτήρια.
Κατά την περίοδο των Κομνηνών οι μονάδες των μισθοφόρων διαιρούνταν απλά κατά εθνότητα και ονομάζονταν σύμφωνα με τη χώρα προέλευσής τους: Ιγγλίνοι (Άγγλοι), Φράγκοι, Σκυθικοί, Λατινικοί κτλ. Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Θεόφιλου αναφέρονται ακόμη και Αιθίοπες μισθοφόροι. Οι μονάδες αυτές, κυρίως οι Σκυθικοί, χρησιμοποιούνταν και σαν αστυνομική δύναμη στην Κωνσταντινούπολη.

Μεταρρυθμίσεις του στρατού υπό τον Διοκλητιανό και Κωνσταντίνο

Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Α΄.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χρονολογείται από την ίδρυση της Τετραρχίας ("Quadrumvirate") από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό το 293. Η πολιτική του μεταρρύθμιση υπήρξε βραχύβια, αλλά η αντίστοιχη αναδιοργάνωση του Στρατού παρέμεινε για αιώνες. Αντί να διατηρήσει το παραδοσιακό πεζικό με τις βαριές Λεγεώνες, ο Διοκλητιανός το διαίρεσε σε συνοριακές και κεντρικές μονάδες. Η σημασία του ιππικού αυξήθηκε αν και, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, το πεζικό παρέμεινε το κύριο τμήμα του Ρωμαϊκού στρατού. Π.χ. στα 478, μια στρατιά του Ανατολικού Κράτους συνίστατο από 8.000 ιππείς και 30.000 πεζούς, ενώ υπολογίζεται πως στα 357 ο αυτοκράτορας Ιουλιανός στη μάχη του Στρασβούργου είχε 3.000 ιππείς και 10.000 πεζούς. Μα αν όχι σε αριθμούς (που είχε ήδη αυξηθεί στα χρόνια του Ιουλιανού), το ιππικό είχε αυξηθεί σε σημασία για τη Ρωμαϊκή διοίκηση.
Οι συνοριακές μονάδες (limitanei) επάνδρωναν τα Ρωμαϊκά συνοριακά φρούρια limes. Οι κεντρικές μονάδες αντίθετα έμεναν στο εσωτερικό και έσπευδαν όπου υπήρχε ανάγκη, είτε για επιθετικούς, είτε για αμυντικούς σκοπούς, καθώς και για καταστολή στάσεων. Οι μονάδες αυτές διατηρούνταν σε πολύ υψηλό επίπεδο μαχητικότητας και είχαν προτεραιότητα από τις συνοριακές σε μισθούς και προμήθειες.
Το ιππικό αποτελούσε το 1/3 περίπου των μονάδων, μα λόγω μικρότερου μεγέθους, αριθμούσε μόνο το 1/4 του συνόλου των στρατευμάτων. Το ήμισυ περίπου ήταν βαρύ ιππικό, οπλισμένο με λόγχη και ξίφος και θωρακισμένο με αλυσιδωτό θώρακα. Ορισμένοι διέθεταν τόξα αλλά προορίζονταν μόνο για να υποστηρίζουν την επέλαση παρά για ανεξάρτητες αψιμαχίες. Το 15% περίπου μιας στρατιάς αποτελούνταν από Καταφράκτους και Κλιβανοφόρους, που χρησιμοποιούνταν σαν δύναμη κρούσης. Υπήρχαν ακόμα ιπποτοξότες και διάφορα άλλα είδη ελαφρού ιππικού. Το ελαφρύ ιππικό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στα συνοριακά στρατεύματα όπου εκτελούσε κυρίως αναγνωριστικές αποστολές. Το κεντρικό πεζικό ήταν οργανωμένο σε συντάγματα (numerus) των 1.200 ανδρών. Παρέμεναν το ίδιο βαρύ πεζικό του παρελθόντος αλλά τώρα κάθε σύνταγμα υποστηρίζονταν από ένα απόσπασμα τοξοτών και ελαφρού πεζικού.
Λίγα είναι γνωστά για τα συνοριακά στρατεύματα. Το παλαιό σύστημα των κοόρτεων διατηρήθηκε εκεί και μόνο το ιππικό αναδιοργανώθηκε. Στρατολογούνταν από τις γύρω περιοχές και φαίνεται πως ήταν κακοπληρωμένοι και σχετικά παραμελημένοι. Μα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή και προφανώς είχαν μεγάλη πολεμική εμπειρία, που εκτείνονταν όμως σε μεγάλες μάχες και πολιορκίες.

Ο Στρατός του Ιουστινιανού Α΄ και των διαδόχων του

[Επεξεργασία] Ο Στρατός της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου

[Επεξεργασία] Θέματα

Το Θεματικό Σύστημα στα 650.
Αποδιδόμενα συνήθως στον Ηράκλειο, τα Θέματα ήταν διοικητικές υποδιαιρέσεις της αυτοκρατορίας, όπου ένας στρατηγός εκτελούσε και στρατιωτικά και πολιτικά καθήκοντα.
Τα πρώτα πέντε Θέματα βρίσκονταν όλα στη Μικρά Ασία και σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν την Αραβική τζιχάντ, που είχε ήδη αναλώσει τις επαρχίες της Συρίας και Αιγύπτου. Αυτά ήταν τα εξής:
  • Θέμα Αρμενιακόν, που σχηματίστηκε γύρω από τη στρατιά της Αρμενίας κι εκτείνονταν από την Καππαδοκία μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη.
  • Θέμα Ανατολικόν, που σχηματίστηκε γύρω από τη Στρατιά Ανατολής κι εκτείνονταν στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Μικρά Ασία.
  • Θέμα Οψίκιον, που σχηματίστηκε γύρω από το Obsequium, μια στρατιά που παλαιότερα βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του αυτοκράτορα κι εκτείνονταν στις περιοχές της Βιθυνίας και Παφλαγονίας.
  • Θέμα Θρακήσιον, γύρω από τη Στρατιά της Θράκης, που εκτείνονταν στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία, στα παράλια της Ιωνίας.

    Νόμος και Αυτοκράτωρ

    Καθώς γίνεται αρκετός λόγος για τη σχέση του βυζαντινού αυτοκράτορα και την ιδιάζουσα σχέση του με το νόμο, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι εν τη γενέσει του το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό πολίτευμα είναι προϊόν μιας αντίφασης. Κουρασμένοι οι Ρωμαίοι από τους διαρκείς εμφύλιους πολέμους εμπιστεύθηκαν τα δημόσια πράγματα (res publica) στις πνευματικές και ηθικές αρετές και συνεπώς τις επιλογές ενός απόλυτου μονάρχη προικισμένου με τη θεία χάρη[1]. Τούτη η ασιατική κατά βάσιν αντίληψη του «θείου ανδρός» σωτήρος είναι παρούσα και στη φυσική συνέχεια –αν και ελαφρά τροποποιημένη- της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τη βυζαντινή κοινωνία. Μια ματιά στο έπος της Ηρακλειάδας του Γεώργιου Πισίδη, στην οποία ο Ηράκλειος χαρακτηρίζεται ως ισόθεος[2], αρκεί για να δείξει πως ο αυτοκράτωρ των βυζαντινών χρόνων περιβάλλεται την αίγλη της θείας χάριτος και του σωτήρος, γεγονός που τον οριοθετεί ως μοναδικό και απόλυτο νομοθέτη του βυζαντινού κράτους[3], αιτιολογώντας παράλληλα την έλλειψη διακριτής δικαστικής εξουσίας[4] σε μια κοινωνία αρχόντων και αρχομένων[5].
    Έχει κατατεθεί η άποψη πως ο μοναδικός φραγμός στην απόλυτη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα είναι ο ίδιος ο Νόμος, ως αρχετυπική ύψιστη παρουσία σε κάθε οργανωμένη κοινωνία[6]. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα ή ο αυτοκράτωρ απλά δεσμευμένος από την consensus omnium (γενική συναίνεση) για τη σταθεροποίηση της θέσης του, αναγκάζεται να υποταχθεί στο νόμο; Δε θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει η γενική συναίνεση ή θεωρείται πως ο αυτοκράτορας δεν υπηρετεί την ευημερία της πολιτείας, παρατηρούνται βίαιες ανατροπές και στάσεις ή έκπτωση από το αυτοκρατορικό αξίωμα[7].
    Φαίνεται, λοιπόν, πως η συμμόρφωση του αυτοκράτορα στα θέσμια της βυζαντινής κοινωνίας είναι αναγκαστική και όχι προϊόν ταπεινότητας που προκύπτει από τη χριστιανική ιδεολογία. Κατά τον Πέτρο Πατρίκιο[8] (6ος αι.) το κράτος πρέπει να υπακούει σε νόμους ακόμα και για την εκλογή του αυτοκράτορα, ενώ το θέμα θέτει πιο καθαρά ο Μανουήλ Μοσχόπουλος πολύ αργότερα, κατά τον 14ο αι., εκφράζοντας την άποψη ότι το κοινόν ανάμεσα στον μονάρχη και το κράτος είναι ένα συμβόλαιο που στηρίζεται σε πρακτικούς και όχι μεταφυσικούς συλλογισμούς[9].

Ιστορική εξέλιξη του βυζαντινού δικαίου

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' ήταν ο πρώτος που προχώρησε στη σύνθεση ενός νομικού κώδικα υπό τον γενικό τίτλο Codex Theodosianus. Τούτη η σύνθεση περιελάμβανε μόνον έδικτα σε διάφορα θέματα τα οποία είχαν εκδώσει αυτοκράτορες από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄, 306-337.
Μετά από το θάνατο του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου το 395 οι δύο διάδοχοί του κυβέρνησαν ως συναυτοκράτορες. Ο ένας ήταν αρμόδιος για τα θέματα της ανατολής και ο άλλος για τα θέματα της δύσης. Ενώ οι δύο θεωρητικά ήταν συναυτοκράτορες μιας ενιαίας αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα τα δύο μισά ποτέ δεν ενώθηκαν ξανά. Όταν ο Ιουστινιανός ήρθε στην εξουσία το 527 ως κυβερνήτης του ανατολικού μισού, ένας από τους στόχους του ήταν να ενημερωθούν και να κωδικοποιηθούν όλοι οι νόμοι, καθώς εξαιτίας των κοινωνικών αλλαγών οι νόμοι που υπηρέτησαν τις προηγούμενες γενεές χρειάζονταν αναθεωρήσεις προκειμένου να γίνουν λειτουργικοί στην εποχή του. Ο νέος αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να λύσει μια και καλή το πρόβλημα, συγκεντρώνοντας όλους τους νόμους σε μια ενότητα. Φαίνεται πως η πρόθεσή του δεν ήταν να δημιουργήσει κάτι νέο, αλλά να συλλέξει όλους τους νόμους που ήταν ακόμη εν ισχύ, να διαγράψει εκείνους που είχαν περιπέσει σε αχρηστία και να αποβάλλει οποιοδήποτε είδος αντινομίας. Όλα όσα είχαν απόλυτη ισχύ νόμου, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν στα παρακάτω:

Διοικητικά πλαίσια

Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, στο Βυζάντιο βρισκόταν στην κορυφή ως υπέρτατος δικαστής και η δικαιοσύνη απονέμετο είτε από τον ίδιο προσωπικά[10], είτε δια μέσου κρατικών λειτουργών που αντιπροσώπευαν την ανώτατη εξουσία και είχαν δικαστικές αρμοδιότητες, όπως ο έπαρχος της πόλεως, ο πραίτωρ των δήμων ή ο κοιαίστωρ. Επειδή όμως οι κρατικοί λειτουργοί δε γνώριζαν με ακρίβεια τους νόμους, χρησιμοποιούσαν ως βοηθούς για την έκδοση των αποφάσεων νομομαθείς. Η συμμετοχή του αυτοκράτορα και η εποπτεία του στη δεύτερη περίπτωση απονομής δικαιοσύνης εξασφαλιζόταν είτε μέσω του κονσιστώριου, ένα είδος εφετείου για όλα τα δικαστήρια της αυτοκρατορικής επικράτειας ή μέσω απαντήσεων σε αιτήσεις δικαστών και ιδιωτών[11].
Μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 6ου και 7ου αι. τη δημόσια δικαιοσύνη απένεμαν οι επαρχιακοί διοικητές (έξαρχοι), στους οποίους οφειλόταν εν μέρει και η φθορά του δικαστικού μηχανισμού εξαιτίας του συχνού χρηματισμού των κρατικών λειτουργών. Η ουσιαστική αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος έγινε από τον Βασίλειο Α΄, τον Λέοντα ΣΤ΄ και τον γιο του. Με τη χορήγηση μισθών, τις υποχρεωτικές σπουδές δικαίου και τον όρκο να υπηρετούν την αλήθεια, οι δικαστές απέκτησαν σημαντική ανεξαρτησία από τους εκάστοτε τοπικούς άρχοντες. Βοηθητικό ρόλο στη δικαιοσύνη είχαν οι συνήγοροι και οι νοτάριοι ή ταβουλάριοι, οργανωμένοι σε συντεχνίες.
Παρόλα αυτά η αταξία στη διαχείριση της δικαιοσύνης στις επαρχίες, οι περίπλοκες διαδικασίες, η απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου και οι παρεμβάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων οδήγησαν για άλλη μια φορά την αστική δικαιοσύνη σε παρακμή και συνεπώς σε προσπάθεια αναδιοργάνωσης. Επί βασιλείας Ανδρόνικου Β΄ διορίστηκε δωδεκαμελές δικαστήριο κριτών που έπαιρνε ομόφωνα τις αποφάσεις του και τα διατάγματά του εκτελούνταν αμέσως, ακόμη και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Γρήγορα το δωδεκαμελές δικαστήριο διαλύθηκε εξαιτίας του εμφυλίου του Ανδρόνικου Β΄ με τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ και μετά τη νίκη του τελευταίου ιδρύθηκε νέο τετραμελές αποτελούμενο από δύο λαϊκούς και δύο κληρικούς νομομαθείς, γεγονός που προσέδωσε σημαντική δύναμη στην εκκλησία, όσον αφορούσε στην εκδίκαση αστικών υποθέσεων.
Παρόλο που έγιναν σημαντικές καταχρήσεις και οι ένοχοι εξορίστηκαν, αυτός ο θεσμός διατηρήθηκε ως το τέλος της αυτοκρατορίας με διάφορες προσαρμογές που στόχευαν στην κατά περίπτωση αντιμετώπιση πρακτικών αλλαγών. Επί της ουσίας βέβαια η διαχείριση και ο έλεγχος της δικαιοσύνης πέρασε οριστικά στα χέρια της εκκλησίας.

[Επεξεργασία] Ρωμαϊκό Δίκαιο και Χριστιανισμός

Ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου, (380). Ήδη επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Α΄, όμως, πολιτικοί κυρίως λόγοι που σχετίζονταν με το ομόθρησκον της αυτοκρατορίας ώθησαν σε απεριόριστη σχεδόν εξέλιξη τον Χριστιανισμό. Η διαμόρφωση του Πιστεύω στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), και οι πολύ καλές σχέσεις του Κωνσταντίνου με την Εκκλησία -θεωρούσε εαυτόν pontifex maximus, δηλαδή μέγα αρχιερέα της νέας θρησκείας- σχηματοποίησαν την ιδέα της ένωσης Εκκλησίας και Κράτους, γεγονός που προφανώς επηρέασε και το Δίκαιο.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα να τιμωρεί με ποινές αστικού δικαίου τους αιρετικούς, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα της αίρεσης ως έγκλημα. Πριν από το κλείσιμο του 4ου αιώνα τουλάχιστον δεκαεπτά έδικτα κατηύθυναν τους δικαστές να τιμωρούν τους αποστάτες του Χριστιανισμού. Οι ποινές περιελάμβαναν συνήθως δήμευση της περιουσίας και αποκλεισμό από δημόσιες θέσεις, ενώ οι κατηγορούμενοι απειλούνταν με διαπόμπευση και εξορία. Την ίδια πολιτική φυσικά ακολούθησε και ο Ιουστινιανός[12], ο οποίος μάλιστα έδωσε ισχύ νόμου στους κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων[13]. Στην Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, αρκετοί Μανιχαίοι μετά από ανάκριση θανατώθηκαν με τις μεθόδους της πυράς και του πνιγμού ενώπιον του αυτοκράτορα, κατόπιν εξαντλητικής ανάκρισης με τη δικαιολογία του σφετερισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας[14].
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αξιώσεις της χριστιανικής ιεραρχίας στην κοσμική δύναμη αυξήθηκαν πολύ και η πρωτόγονη απλότητα της συμπεριφοράς των Χριστιανών χάθηκε ανεπίστρεπτα.. Χάρη στις δωρεές η εκκλησία απέκτησε τεράστια περιουσία και ο κλήρος εισέβαλε στις λόγιες τάξεις, αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή. Η χριστιανική αγαθοεργία όχι μόνον αναγνωρίστηκε ως καθήκον, αλλά έγινε και συρμός, ένα πάθος των ανώτερων τάξεων που κατασπαταλούσαν τον πλούτο σε δωρεές στην εκκλησία. Οι magistrates των πόλεων συνεργάζονταν εν γένει αρμονικά με τους επίσκοπους, που έγιναν σταδιακά υπολογίσιμοι λειτουργοί της municipia.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οφείλουμε να αναζητήσουμε επιδράσεις του Χριστιανισμού στην εξέλιξη του ρωμαϊκού δίκαιου στις ανατολικές επικράτειες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι ο βυζαντινός νομοθέτης είναι περισσότερο ανθρώπινος στο νομοθετικό του έργο και είναι τόσο έντονες οι διαφορές σε σχέση με ορισμένες αρχαίες ρωμαϊκές περί δικαίου αντιλήψεις, ώστε δεν μπορεί κανείς παρά να στραφεί στην ιδεολογική επίδραση του χριστιανικού ηθικού παραδείγματος, ή στις επιδράσεις του Στωικισμού, προκειμένου να ερμηνεύσει τις αντιθέσεις[15]. Για παράδειγμα τα έδικτα που απαγόρευαν την έκθεση νεογνών και περιόριζαν τη σκληρότητα προς τους σκλάβους, όπως και εκείνα που αφορούσαν στη μοιχεία, το διαζύγιο και τα αφύσικα εγκλήματα φέρουν έντονη τη σφραγίδα μιας διαφορετικής αντίληψης για την ηθική. Ένα άλλο παράδειγμα επίδρασης της χριστιανικής ιδεολογίας είναι το νομοθετικό έργο του Κωνσταντίνου, θεμέλιο ουσιαστικά του Θεοδοσιανού Κώδικα, στο οποίο ανατρέπονται οι περίφημες ποινές του Αυγούστου για την αγαμία, καθορίζονται ποινές για το αδίκημα της απαγωγής και διαμορφώνονται τα νομικά πλαίσια που καθιστούν δύσκολη την υπόθεση του διαζυγίου χωρίς τη συναίνεση και των δύο ενδιαφερομένων[16].
Η εκκλησία υποστήριζε επίσης την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της[17] και επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη του κλήρου στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και τη σταδιακή εξύψωση της πολιτικής του δύναμης. Η καταγραφή της Εισαγωγής στα τέλη του 9ου αιώνα ως αποτέλεσμα της νομοθετικής δραστηριότητας της μακεδονικής δυναστείας[18] καθορίζει τα καθήκοντα και δικαιώματα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, θεωρώντας τους ισοδύναμους φορείς στο ύψιστο ιεραρχικά επίπεδο του πολιτικού οικοδομήματος. Αν και η συγκεκριμένη διάταξη απαλείφθηκε σύντομα από τον Λέοντα ΣΤ΄ στην αναθεώρηση του συγκεκριμένου έργου, εντούτοις δείχνει σε ποιο βαθμό μπορούσε να επηρεάσει η εκκλησία τα πολιτικά πράγματα -οι νομοθετικοί νεωτερισμοί οφείλονται μάλλον στον πατριάρχη Φώτιο, σύμφωνα με τον Hunger[19]. Επί της ουσίας οι επίσκοποι μετά τον 6ο αιώνα κρίνουν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, στις οποίες ενέχονται κληρικοί -και λαϊκοί αργότερα- ενώ παρεμβαίνουν στην πορεία της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω του θεσμού του ασύλου. Αναμφίβολα η χριστιανική ιδεολογία –θεολογικά, φιλοσοφικά ή κοσμικά θεωρούμενη- επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το ρωμαϊκό δίκαιο κατά τη βυζαντινή περίοδο, χωρίς ωστόσο να αντισταθεί ιδιαίτερα στον ανταποδοτικό χαρακτήρα του.

Έγκλημα και τιμωρία

Η ποινή στο ρωμαϊκό δίκαιο της βυζαντινής περιόδου είναι κυρίως πράξη ανταποδοτική για την αποκατάσταση της έννομης τάξης[20] και έτσι παρέμεινε ως το τέλος της αυτοκρατορίας, παρά τις παρεμβάσεις της εκκλησίας δια στόματος Βασιλείου Καισαρείας και την προβολή του σκοπού της ποινής στην Εκλογή των Ισαύρων. Στη βάση της ποινικής δίωξης βρισκόταν η αρχή της υπαιτιότητας, δηλαδή της ψυχικής σχέσης του δράστη με την πράξη του, ως αποτέλεσμα νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά κρινόμενα κατά περίπτωσιν –και εδώ αναδεικνύεται ίσως ο περιπτωσιολογικός χαρακτήρας του βυζαντινού δίκαιου- ετύγχαναν ιδιαίτερης μεταχείρισης, όπως και οι ψυχικά ασθενείς μετά τον 9ο αιώνα[21].
Οι ποινές που εφήρμοζε το βυζαντινό δίκαιο ως φυσική συνέχεια των ποινών του ρωμαϊκού δικαίου περιελάμβαναν τη θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, το σωματικό κολασμό, την κουρά, τη διαπόμπευση, την εξορία, τη δήμευση. Εκτός από την ηθική απαξία και την οικονομική εξαθλίωση που συνεπάγονταν ποινές όπως αυτή της κουράς, της εξορίας και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων, παρατηρείται μια καταφανής αγριότητα στις περιπτώσεις της θανατικής ποινής, της διαπόμπευσης και του ακρωτηριασμού και του σωματικού κολασμού. Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη[22].
Εξανδραποδισμός προβλεπόταν για τους μάγους και τους μάντεις με μια σειρά νόμων[23]. Ο Κωνστάντιος Β' καταδίκασε αδιάκριτα όλους τους οιωνοσκόπους και τους προφήτες που γνώρισε ο αρχαίος ρωμαϊκός κόσμος και τους χαρακτήρισε εχθρούς της ανθρώπινης φυλής, (humani generis inimici). Ο θάνατος ως ποινή και μάλιστα δια πυράς προβλεπόταν για τους παραχαράκτες του βυζαντινού νομίσματος, καθώς η παραχάραξη χρυσού νομίσματος σύμφωνα με τον ιουστινιάνειο κώδικα αποτελεί πράξη εσχάτης προδοσίας. Για τα χάλκινα νομίσματα η ποινή ήταν δήμευση περιουσίας, εξορία ή καταναγκαστικά έργα[24].
Η μαστίγωση, η κουρά, η ρινότμηση και η διαπόμπευση των δύο μοιχών, ή η θανάτωση του μοιχού από τον απατημένο σύζυγο ήταν αναμενόμενη σε περίπτωση μοιχείας, ενώ για τη μοιχαλίδα συνήθης τιμωρία ήταν ο εγκλεισμός σε μοναστήρι[25]. Εδώ θα περίμενε κανείς πως θα ήταν γενικώς αξιόποινη και η πορνεία, αλλά τούτο φαίνεται πως συνέβαινε μόνο αν οι εξωσυζυγικές –σχέσεις συνάπτονταν με γυναίκα ελεύθερη. Αν η γυναίκα ήταν δούλη ή κατ’ επάγγελμα εταίρα, το βυζαντινό κράτος περί άλλων ετύρβαζεν.
Ο λόγος για τον οποίο πιθανώς το χριστιανικό βυζαντινό κράτος έκανε τα στραβά μάτια, ήταν το γεγονός ότι η πορνεία μπορούσε να είναι πολύ προσοδοφόρα περιστασιακά και ως εκ τούτου ευεργετική για το κρατικό θησαυροφυλάκιο μέσω της φορολογίας. Ήδη από την εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας υπήρχε αυτή η αντίληψη. Σύμφωνα με τον Τάκιτο[26], οι άνδρες και οι γυναίκες πόρνες καταγράφονταν ονομαστικά σε καταλόγους υπό την εποπτεία του aediles, ενώ από την εποχή του Καλιγούλα οι πόρνες φορολογούνταν[27].
Η χριστιανική καταδίκη κάθε είδους μη-αναπαραγωγικής σεξουαλικής επαφής έθεσε εκτός νόμου την ομοφυλοφιλία στη δυτική αυτοκρατορία τον 3ο αιώνα και κατά συνέπεια και την ανδρική πορνεία. Το 390 ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ προέβλεπε τη θανατική ποινή για τον πειθαναγκασμό ή το εμπόριο ανδρών για πορνεία[28]. Πίσω απ’ αυτό το διάταγμα δεν κρυβόταν πιθανώς η βδελυγμία για την πορνεία, αλλά το γεγονός ότι το σώμα ενός άνδρα χρησιμοποιείτο στην ομοφυλοφιλική επαφή όπως και το γυναικείο. Και αυτό ήταν απαράδεκτο, αφού όπως είχε δηλώσει και ο Άγ. Αυγουστίνος «το σώμα ενός άνδρα είναι τόσο ανώτερο από αυτό μιας γυναίκας, όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα»[29].
Κατά την εφαρμογή του διατάγματος του Θεοδοσίου στη Ρώμη, οι εκδιδόμενοι αρσενικοί σύρονταν έξω από τους ανδρικούς οίκους ανοχής και καίγονταν ζωντανοί μπροστά στα μάτια του όχλου που χειροκροτούσε. Παρ’ όλα αυτά η ανδρική πορνεία παρέμεινε νόμιμη στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ επιβλήθηκε αυτοκρατορικός φόρος στην ομοφυλόφιλη πορνεία, εξασφαλίζοντας εμμέσως ατιμωρησία και νομιμότητα σε όσους ασχολούνταν με τούτη την επικερδή επιχείρηση του σωματικού εμπορίου. Ο Ευάγριος τονίζει ότι κανένας αυτοκράτορας δεν παρέλειψε ποτέ να συλλέξει αυτόν το φόρο[30]. Η καταστολή του στις αρχές του έκτου αιώνα αφαίρεσε την αυτοκρατορική προστασία από την ανδρική πορνεία. Το 533 ο Ιουστινιανός έθεσε όλες τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις κάτω από την ίδια κατηγορία με τη μοιχεία προέβλεψε και για τα δύο αδικήματα τη θανατική ποινή[31].
Ήδη το 529 ο Ιουστινιανός είχε επιχειρήσει να χαλιναγωγήσει τη γυναικεία παιδική πορνεία επιβάλλοντας τιμωρία σε όσους εμπλέκονταν, ιδιαίτερα τους ιδιοκτήτες των οίκων ανοχής[32]. Το 535 ακύρωσε τα συμβόλαια με τα οποία οι προαγωγοί της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιούσαν νεαρές γυναίκες από την επαρχία, τις οποίες αγόραζαν από τους γονείς τους[33]. Η πορνεία ενήλικων γυναικών, ωστόσο, δε φαίνεται να ανησυχούσε ιδιαίτερα τον αυτοκρατορικό νομοθέτη, καθώς η τιμωρία που επιβλήθηκε στους προαγωγούς που διηύθυναν το δίκτυο της παιδικής πορνείας ποίκιλλε ανάλογα με την περιουσία και το κύρος τους. Τα παραπάνω αναλύθηκαν εκτενέστερα με μοναδικό στόχο την ανάδειξη του οικονομικού παράγοντα στο νομοθετικό έργο, στον οποίο δε δίνεται ενίοτε ιδιαίτερη προσοχή, με αποτέλεσμα η μελέτη του ρωμαϊκού δικαίου στη βυζαντινή περίοδο να κινείται μόνον στα ιστορικά, φιλοσοφικά και ανθρωπιστικά της πλαίσια.

Η παιδεία κατά τον 5ο αιώνα

Από τον 5ο αιώνα, πέρα από τα βασικά σχολεία λειτουργούσαν και μερικές ανώτερες σχολές όπως το Πανδιδακτήριο το οποίο ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Τα πιο πολλά κορίτσια, και ένας μεγάλος αριθμός αγοριών των οποίων οι γονείς δεν είχαν αρκετά λεφτά για να πληρώσουν τα δίδακτρα, δεν πήγαιναν στο σχολείο.

[Επεξεργασία] Η παιδεία κατά τον 7ο αιώνα

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο πατριάρχης Σέργιος ίδρυσαν τις πρώτες εκκλησιαστικές σχολές στην Πόλη. Σκοπός τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητές τους, ώστε να γίνουν μέλη της εκκλησίας ακολουθώντας τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Η Πολιτεία απ’ την άλλη μεριά, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη «δευτεροβάθμια» εκπαίδευση απ’ όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο, η Εκκλησία ασκούσε με πολλούς τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, τον σημαντικό της ρόλο σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

[Επεξεργασία] Η παιδεία κατά τον 8ο αιώνα

Κατά την περίοδο των δύο φάσεων της εικονομαχίας (726-787) και (815-843) τα θρησκευτικά σχολεία σταμάτησαν να λειτουργούν αλλά μετά την Ζ’ Οικουμενική σύνοδο άνοιξαν πάλι.[εκκρεμεί παραπομπή]

[Επεξεργασία] Η παιδεία κατά τον 9ο-11ο αιώνα

Κατα τον 9ο αιώνα και ειδικότερα όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Γ’ και καίσαρ ο ικανότατος θείος του Καίσαρ Βάρδας, έγιναν μερικά σημαντικά άλματα στην εκπαίδευση. Αρχικά, μεγάλο επίτευγμα ήταν η ίδρυση της ανώτερης σχολής της Μαγναύρα, την οποία ανέλαβε ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός, διάσημος πολυμαθής επιστήμονας της εποχής. Επίσης την ίδια εποχή λειτουργούσε η Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη.

[Επεξεργασία] Η παιδεία κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων

Κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων, ακόμη περισσότεροι ιστορικοί, συγγραφείς και δάσκαλοι μελέτησαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Πολλοί από αυτούς προσκλήθηκαν και μετεγκαταστάθηκαν, ακόμη και μόνιμα, στη Δύση όπου ασχολήθηκαν με την διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων εκεί.

Εισαγωγή

Στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν γεννιούνται αυτόνομες φιλοσοφίες ή αυτόνομα φιλοσοφικά συστήματα. Υπάρχει βεβαίως κάποια παραγωγή έργου στηριγμένου στη φιλοσοφική παράδοση του πλατωνισμού, αριστοτελισμού, στωικισμού, νεοπλατωνισμού και άλλων φιλοσοφικών προσεγγίσεων της αρχαιότητας, όμως αυτό που κυριαρχεί είναι η Πατερική, χριστιανική σκέψη και θεολογία.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ονομάζουμε Βυζαντινή Φιλοσοφία, αποτελεί μια άρρηκτη ενότητα της ιστορίας του δόγματος και της χρήσης της ζωντανής φιλοσοφικής γλώσσας της τότε διανόησης, που χρησιμοποιήθηκε τελικά για την διατύπωσή του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν παράγουν στοχαστικά, συλλογιστικά και διαλεκτικά το δόγμα, αλλά το διατυπώνουν με τέτοιο τρόπο. Χρησιμοποιούν πολλές φορές τον όρο φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν τη ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού Θεού. Όμως, ο ανθρώπινος νους πλησιάζει κατά το εφικτό τις θείες φωτιστικές ενέργειες και γνωρίζει τα μυστήρια του θεού εν μέρει ως προϊόν της θείας αποκάλυψης, αλλά η γνώση αυτή βρίσκεται σε μια προοδευτική τελείωση, πάντοτε υπό ορισμένες βασικές προϋποθέσεις: κάθαρση της ψυχής και του σώματος, φωτισμός και θέωση.
Ο ανθρώπινος νους και ο λόγος δεν μπορούν με άλλο τρόπο να προσεγγίσουν τις θείες ενέργειες και να γνωρίσουν τα μυστήρια της δημιουργίας κι έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία παρά μόνο η περιπλάνηση της ψυχής που μόνο «ψιχία» αλήθειας μπορεί να βρει χωρίς να μπορεί να τεθεί στο δρόμο της τελειώσεως μακριά από τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Όταν λοιπόν κάνουν λόγο για την Αγία Τριάδα, το Λόγο (το δεύτερο πρόσωπο), τη θεία ουσία ή τη θεία φύση, τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, τη θεογνωσία (με τις τρεις βαθμίδες, την κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση), την ενέργεια, την ταυτότητα της θείας ουσίας και την ταυτότητα της θείας ενέργειας, την ετερότητα των υποστάσεων, την ερωτική φορά Θεού και ανθρώπου και για άλλα, αντλούν εκφραστικά μέσα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να κυριαρχήσει τελικά μια οργανική ενότητα δόγματος και φιλοσοφίας κατά τη διατύπωση.


Η έκθεση των δογμάτων και οι φιλοσοφικές αρχές, ως σχηματικές παραστάσεις που βοηθούν τη διατύπωση, είναι οργανικά δεμένα και η θεολογία κατά την περιγραφή και την ανάλυση της δεν αποβάλλει το φιλοσοφικό ένδυμα και με τη σειρά της η φιλοσοφική σκέψη το θεολογικό περιεχόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου